MHNYMA

Ο δογματισμός είναι μια μορφή πνευματικής εμμονής σε καθιερωμένα ή γενικώς αποδεκτά ιδεολογικά πρότυπα, που όμως πάσχουν τουλάχιστον ως προς την λογική ερμηνεία τους, καθόσον παραβαίνουν τον νόμο της αιτιότητας, τον νόμο της συνέχειας και πολύ συχνά τους νόμους της πιθανοθεωρίας. Πολλές φορές, στα πλαίσια μιας ρηχής ερμηνείας των συμβάντων και ιδιαίτερα αυτών των φαινομένων που μας δυσαρεστούν ή μας βασανίζουν λόγω δύσκολης ερμηνείας ή και δυσχερούς απόδοσης ευθυνών, αναγκαζόμαστε να γενικολογήσουμε απόψεις ή να μαζικοποιήσουμε τα υποκείμενα της ευθύνης ή ακόμη και να αποδώσουμε ενοχές σε αόριστο χρονικό ή απροσδιόριστο κοινωνικό ιστορικό υποκείμενο.

Η πράξη αυτή, ως σύνθετη ενέργεια του νου που συνεργάζεται με τις αισθήσεις, αναφορικά με την πρόσληψη εισερχόμενων δεδομένων, συνιστά τυπική πράξη δογματισμού. Δηλαδή κάθε αυθαίρετη ή αόριστη ή χρονικά ανακόλουθη ερμηνεία φαινομένων ή απόδοση αιτιότητας που δεν στηρίζεται στην σχολαστική επίκληση του ορθού λόγου και που την ορθότητά της δεν διανοούμεθα να αμφισβητήσουμε, συνιστά την λογικά αδόκιμη διανοητική πράξη του δογματισμού. Ο δογματισμός ως έννοια, εκτός από το αοριστολογικό στοιχείο και το αναπόδεικτο υποκείμενο, διαθέτει και το στοιχείο της ψυχολογικής εμμονής, που άλλοτε αποτελεί προϊόν ατελέσφορης διανοητικής επεξεργασίας, άλλοτε εκδηλώνει σωματομετατρεπτικής φύσεως ανακουφιστικούς μηχανισμούς άμυνας και άλλοτε εμπεριέχει ως δομικό στοιχείο τον δόλο, άμεσο ή έμμεσο.
Αφού ως γνωστόν η βαθιά επεξεργασία ενός διανοήματος συνιστά πράξη στοχαστικής μύησης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο δογματισμός, ως φαινόμενο εκδήλωσης αρνητικής διανοητικής ενέργειας, συνιστά αντιμύηση. Όταν ο δογματισμός αναφέρεται σε ιδεολογικό ή πολιτικό ή θρησκευτικό υπόβαθρο, κατά κανόνα ταυτίζεται με εμμονή σε παραδοσιακής προέλευσης μοντέλα πνευματικής λειτουργίας ή πανομοιότυπα επαναλαμβανόμενων τελετουργιών. Τότε η εμμένουσα παραδοσιοκρατία ως υπαρκτό κοινωνικό φαινόμενο εκδήλωσης της αντιμύησης, εκλαμβάνει την μορφή πολιτικής αναδόμησης ψευδοπαραδόσεων η οποία γεννήθηκε από την νεωτερικότητα (modernity) και είναι δις καταδικαστέα από την επιστήμη της Λογικής, επειδή όχι μόνο διασώζει τον δογματισμό, αλλά επιδιώκει με δολιότητα να υποκλέψει κιβδηλοποιώς την πραγματική παράδοση και καταφανώς χαρακτηρίζεται από λαϊκισμό, ενώ και η συνυπάρχουσα τότε έλλειψη της πνευματικής συνοχής καθίσταται πρόδηλη.
Ο δογματισμός μάχεται την γνήσια παράδοση, υποβοηθά την επέλευση της ψευδοπαράδοσης, εισάγει την δόλια πλευρά μιας άκαρπης αυθαίρετης ψυχοπαθολογικής νεωτερικότητας, προωθεί τον αβάσιμο λαϊκισμό και βαίνει τελεολογικά άμεσα επιτιθέμενος κατά του ορθού λόγου. Όταν μέσα σε ένα πνευματικό ίδρυμα όπως είναι ένα πανεπιστήμιο ή ένα φιλοσοφικό εργαστήριο ή ένα ερευνητικό κολέγιο, διακηρύσσεται με τρόπο κινηματικό ο ορθός λόγος και η αυτονόητη προσήλωση στην Αριστοτελική λογική προσλαμβάνει στοιχειώδη εργαλειακή αξία με ντετερμινιστικό τρόπο, τότε είναι ευνόητο να πυροδοτείται αυτόματη και πηγαία αντιπαλότητα κατά του δογματισμού.
Οι εννοούμενοι ως άνθρωποι της γνώσης κινούνται τότε με την κινηματική λογική της εξέγερσης κατά του δογματισμού, αφού σε αυτόν διαβλέπουν στέρηση κάθε ηθικής νομιμοποίησης και αναγνωρίζουν το απατηλό, παράλογο και ιερόσυλο υπόστρωμά του. Όταν δε λέμε εξέγερση, δεν εννοούμε ούτε τον ένοπλο επαναστατικό αγώνα ούτε τις ονομαζόμενες μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις, αφού αυτά συνιστούν ή αναγκαία τελικά βήματα ή εικονικές δράσεις αποσκοπούσες στην στήριξη μιας νέας ανερχόμενης πηγής εξουσίας και συνεπώς εγκυμονούν τον κίνδυνο του νεοδεσποτισμού. Ως βασική και πρωταρχική πράξη εξέγερσης εννοούμε την αποκάλυψη του καταπιεστή δεσπότη και την διατυμπάνιση της δογματικής ατιομορφολογίας της υποκείμενης σκλαβιάς, προς διασπορά επαναστατικής συνείδησης σε ολοένα και περισσότερες εξεγειρόμενες λαϊκές συνειδήσεις.
Σήμερα, στην αρχή του 21ου αιώνα, οι υποτυπώδεις λειτουργίες των κρατών στο περιβάλλον της καπιταλιστικής περιφέρειας, ακόμη και αυτές που προβλέπονται ως προϋποτιθέμενες στα συντάγματα των χωρών, συνιστούν στυγνές και άκαμπτες δογματικές αντιλήψεις που επιβάλλουν και διευρύνουν άμεσα την εικονικότητα και έμμεσα την σκλαβιά. Τέτοιες απόψεις είναι ότι ο κοινοβουλευτισμός συνιστά Δημοκρατία, ότι υφίσταται ο διαχωρισμός των εξουσιών σε εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική, ότι οι κυβερνήσεις των χωρών διαθέτουν εξουσία, ότι τα συντάγματα εγγυώνται την προστασία των ατομικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ότι τα μηνύματα της Γαλλικής επανάστασης έχουν γίνει κοινό κτήμα του σύγχρονου πολιτισμού, ότι στην σύγχρονη εποχή έχει αξιοποιηθεί το Ρωμαϊκό δίκαιο, ότι οι κοινωνικές υπηρεσίες του κράτους παράγουν κοινωνικό έργο, ότι τα συστήματα περίθαλψης προάγουν την υγεία κοκ.
Όλες αυτές οι διαδεδομένες απόψεις συνιστούν δόγματα που κακοποιούν την ατομική νοημοσύνη των πολιτών και μέσω επιβαλλόμενης βαριάς κοινωνικής ψυχοπαθολογίας εξυπηρετούν την διαιώνιση του δεσποτισμού, αφού στην ουσία τα όντως ισχύοντα είναι τα εντελώς αντίστροφα. Όμως, η πραγματική κατανόηση της ήδη γενικευμένης δογματικής απάτης και της γενικευόμενης θέσμισης του επελάζοντος δεσποτισμού, προϋποθέτει την πλήρη αναγνώριση του πραγματικού πολιτικού υποκείμενου του δεσποτισμού, που δεν μπορεί να είναι άλλος από την κρατικοκεντρική και ενδοκρατικά καθοδηγούμενη γενικευμένη εγκληματικότητα, που προκειμένου να επιβιώσει, σταδιακά μεταλλάσσει προς την εικονικότητα όλους τους κρατικούς θεσμούς.

H Ελλάδα είναι μια περιφερειακή χώρα του καπιταλισμού με μια οικονομία που χαρακτηρίζεται ως αναπτυσσόμενη, αν και ο όρος είναι λίαν επιεικής. Η καπιταλιστική περιφέρεια της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και των πρώην κομμουνιστικών χωρών διέρχονται ασφυκτικές συνθήκες ανάγκης, τόσο οικονομικής όσο και γενικότερης κοινωνικής φύσεως.
Είναι πραγματικότητα ότι ζούμε σε συνθήκες τέτοιας ανάγκης, ώστε με τελεολογικό τρόπο, η πηγή της εγκληματικότητας να εμπεριέχεται υποχρεωτικά στην κοινωνική δομή ειδικής καταπολέμησης. Το φαινόμενο ανάγκη και αντιστροφή μεταξύ υποκειμένου αντικειμένου στα δρώμενα της πολιτικής συγκρότησης μιας πολιτείας δεν είναι τόσο νέα, αφού τα έχουν εντοπίσει, τα έχουν αναλύει και τα έχουν εισηγηθεί από αρχαιοτάτων χρόνων οι γνωστοί μεγάλοι Έλληνες φιλόσοφοι. Ανακεφαλαιώνοντάς τους και επικαιροποιώντας τους στην εποχή του ο Νίτσε δήλωσε: «Όποιος κοιτάζει επίμονα στο έρεβος κινδυνεύει και το έρεβος να κοιτάξει μέσα του». Όμως πρώτος εστίασε την προσοχή στα ανάλογα φαινόμενα ο Σοπενχάουερ, που στα «Πάρεργα και παραλειπόμενα» μας προσφέρει αναλύσεις που σήμερα βρίσκουν σύμφωνη αντιστοιχία με την μοντέρνα Φυσική. Ισχυρίζεσαι ότι ο χώρος, ο χρόνος και τα αίτια είναι βασικά γνωσιολογικά στοιχεία που υπάρχουν εκ των προτέρων στον κάθε άνθρωπο. Αυτά συνιστούν τα δομικά στοιχεία του υπάρχοντος κόσμου, δηλαδή τον χωροχρόνο και την αρχή της αιτιότητας.

Από αυτές τις παραμέτρους προκύπτει και η εμπειρική γνώση, ο Εμπειρισμός, που κάθε φορά αναδεικνύει τις μορφές που αντιλαμβανόμαστε στο περιβάλλον μας. Κατά την λειτουργία της αντίληψης ο νους αντιλαμβάνεται μόνο φαινόμενα. Οτιδήποτε πέραν των φαινομένων και συνεπώς πέραν της εμπειρίας δεν καθίσταται αντιληπτό ούτε γνωστό. Η σκέψη μας μεταβιβάζει εμπειρία μέσω εννοιών και μέσω της ύπαρξης ορολογίας, που δρα με συγκρητισμό. Η ταξινόμηση εννοιών και η ομαδοποίησή τους, ακολουθεί την κρίση μας, στηριγμένη στην αρχή της ομαδοποίησης, επί τη βάση κοινών χαρακτηριστικών εκ των εμπειρικών συγκομιδών ή επί τη βάση υποκειμενικών στοχεύσεων, εμφανών ή ενίοτε και υποσυνείδητων.

Επομένως η εννοιολογική σκέψη είναι κατά βάση πρακτική και αξιοποιεί κυρίως την συλλογή των εμπειρικών δεδομένων. Οι απόψεις αυτές που εντοπίζονται περιγραφικά στο έργο του Σοπενχάουερ, δείχνουν ότι είχε επηρεαστεί από τους Βρετανούς Εμπειριστές φιλοσόφους όπως τον Τζωρτζ Μπέρκλεϋ, τον Ντέιβιντ Χιουμ και τον Τζων Λοκ. Ανάμεσα στα άλλα σχετικά, ο Σοπενχάουερ περιέγραψε τα φαινόμενα που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας ως διατεταγμένες παραστάσεις στον χώρο και στον χρόνο, οπότε τα αισθητά γεγονότα και τα αντιληπτά φαινόμενα βασίζονται σε a priori κατηγορήματα του αιτίου και του αιτιατού. Τελικά, χώρος, χρόνος και αιτιότητα, δεν είναι παρά φαινοτυπικές λειτουργίες του ανθρώπινου εγκεφάλου. Σε κάθε λαό, όπως είχε δηλώσει ο Karl Jung, «η ήττα και η κοινωνική καταστροφή αυξάνουν το αγελαίο ένστικτο». Η «έλλειψη προσανατολισμού στο συνειδητό, αντισταθμίζεται με το αρχέτυπο της τάξης στο ασυνείδητο». Επομένως, η θέαση προσώπων που εκπέμπουν την εικόνα της εξουσίας, πυροδοτεί ανακουφιστικά συναισθήματα, λόγω βίωσης ψευδούς αισθήματος τάξης και ασφάλειας. Έχει παρατηρηθεί πολλάκις σε ιστορικές στιγμές, ότι όταν βρισκόμαστε μέσα σε συνθήκες απόγνωσης, πανικού και φόβου, ελκόμαστε από σύμβολα τάξης, από κάποιους «φύρερ», ή από κάποιους «σωτήρες». Επίσης, προκύπτει σιγουριά και ασφάλεια αναζητώντας μοντέλα διοίκησης «ολοκληρωτικού κράτους», που θα αναλάβει την ευθύνη και την πρωτοβουλία των εξελίξεων για λογαριασμό μας. Αναζητούμε δηλαδή αποφόρτιση των ευθυνών και διενεργούμε ανακουφιστική απόσυρση.

Αν όμως «τα σύμβολα της τάξης, πρόσωπα ή θεσμοί, δεν αφομοιωθούν από το συνειδητό, οι δυνάμεις που εκφράζονται μέσα από αυτά, θα συσσωρευτούν σε επικίνδυνο σημείο. Μια απογοήτευση μετά από μια παρατεταμένη περίοδο ψευδούς αισθήματος ασφάλειας ή ένας ισχυρός κλονισμός του Εγώ μετά από την ανακάλυψη ότι διαθέταμε ένα κενό και εικονικό Υπερεγώ, συνεπάγονται πάντα την απελευθέρωση των συμπιεσμένων αισθημάτων μίσους ή εχθρότητας ή ακόμη και την έκφραση μιας συνολικής απόρριψης κάθε περιβαλλοντικού γίγνεσθαι. Το προκύπτον άχτι από την διαδικασία μαζικής απόρριψης, μπορεί συχνά να εκλαμβάνει μορφή απόρριψης και του ίδιου μας του εαυτού, οδηγώντας σε κατάρρευση και σε αποδιοργάνωση την προσωπικότητα και σε εξασθένηση τον έλεγχο των ενστίκτων από την ανώτερη σφαίρα της λογικής. Τότε όμως ανοίγει διάπλατα ο δρόμος είτε για οριστική απόσυρση από κάθε κοινωνικότητα, είτε για μαζικοποίηση απρόσμενων και απρόβλεπτων εγκληματικών συμπεριφορών.
Παράλληλα, διαχέεται γύρω μας ο φόβος, εκλαμβάνοντας ηχηρή ροπή, τόσο απέναντι στους συνανθρώπους μας όσο και απέναντι στον ίδιο τον εαυτό μας.

Στις συνθήκες αυτές ο Λεμπόν αναφέρει ότι αρχίζει να επικρατεί η μαζική ψυχολογία του όχλου, με όλα τα συχνά και απρόβλεπτα κακά. Ο Jung αναφέρει ότι σε ανάλογες συνθήκες διάχυτου επικρατούντος φόβου, «το άτομο εξαφανίζεται ολοκληρωτικά» και κυριαρχεί «ένα γενικό αμόκ, μια παγκόσμια και μοιραία δύναμη, που ενάντια στην συντριπτική της επίδραση, το άτομο είναι ανίκανο να αμυνθεί». Αυτές οι συνθήκες δημιουργούν τους όχλους. Όμως, ο «όχλος είναι από την φύση του πάντα ανώνυμος και ανεύθυνος» και αποτελεί την μείζονα επένδυση στην πορεία της δόμησης κάθε μορφής δεσποτισμού.
Πνεύμα, ηθική, γνώση, διανόηση και ψυχή, συνιστούν έννοιες που οι άνθρωποι τις επεξεργάζονται ήδη από τα χρόνια του Ερμή του Τρισμέγιστου, με τα πρώτα πανάρχαια Ερμητικά κείμενα να αναδεικνύουν την εικονικότητα του κόσμου της συμπαντικής δημιουργίας, ως αντικείμενο άξιο να λάχει επίθεσης από τον κάθε νοήμονα άνθρωπο. Μια επιθετικότητα διάχυτη στο Ερμητικό μυσταγωγικό έργο, που αν και ο Ερμής αφιέρωσε πολλές επιστολές για να ξεσηκώσει την ηθική και να οξύνει την διάνοια, αυτό που επικράτησε στους πάρα πολλούς αιώνες που παρήλθαν έκτοτε, ήταν η απόλυτη σιωπή του Ερμητικά κλειστού πεδίου ερεύνης, που μάλιστα σε πολλές πανάρχαιες γραφές, ενίοτε αμφιλεγόμενης κανονικότητας ή και αποδιδόμενες ως απόκρυψης προέλευσης, τις αποκάλεσαν διδαχές θεϊκής σιωπής. Έτσι, βλέπουμε ότι από χιλιάδες χρόνια η πανανθρώπινη συνείδηση επιζητεί να μάχεται εναντίον κάθε δυνάμεως της οποίας απορρίπτει την νομιμοποίηση. Ταυτόχρονα κάθε κοινωνική ή θρησκευτική ή πολιτική ρήξη, συνοδεύεται με μια πηγαία προσφυγή στην αναζήτηση μιας νέας πηγής νομιμοποίησης, συνήθως ερευνώντας τα δυσνόητα πεδία της ψυχής και του πνεύματος, ενώ συχνά, σε περιπτώσεις λογικού αδιεξόδου ή απρόσφορης ψυχοπνευματικής αδοκιμότητας, καταφεύγει στην μεταφυσική ή σωτηριολογική βασανιστική αναζήτηση της Θεϊκής ουσίας.
Σε τέτοιες όμως περιπτώσεις εμφάνισης σκοτεινών αδιεξόδων, εγκυμονεί ο κίνδυνος να επιστρέψει ο δογματισμός από την πίσω πόρτα και να ανακάμψει ο συνεπαγόμενος δεσποτισμός, μέσω της ανάδειξης μιας νέας μορφής πανίσχυρης και αναμφίβολης εξουσίας, κοσμικού ή θρησκευτικού ή άλλου μυστηριακού ή αποκρυφιστικού περιεχομένου. Η παρουσία της ζώσας παράδοσης με τρόπο ανεμπόδιστο και με σεβασμό στις τελετουργίες της, μπορεί σε αυτές τις περιπτώσεις να λειτουργήσει σαν φίλτρο ανάσχεσης που να περιορίζει τις προσμίξεις νεωτεριστικών επιρροών και λαϊκίστικων τακτικών, αφήνοντας το λαϊκό συλλογικό ασυνείδητο να καταστέλλει τις τυχόν εμφανιζόμενες νέες ορέξεις ανάδυσης νέων δογμάτων και νέων δεσποτικών φαινομένων.
Το συλλογικό ασυνείδητο κάθε λαού σε κάθε ιστορικό εποχή και ιδίως στις ονομαζόμενες δύσκολες ιστορικές συγκυρίες, συνιστά μια συλλογική πνευματική δραστηριότητα, που εκδηλώνει συμπυκνωτικά την συγκλίνουσα δραστηριότητα των αρχέγονων δοξασιών και των καθοδηγητικών μηνυμάτων από την δραστηριότητα των ζωντανών αρχέτυπων που αναδεικνύονται μέσα από μύθους, λαϊκές δοξασίες και θρησκευτικές τελετουργίες. Οι εκδηλώσεις αυτές, συνήθως ως μαζικές φαινοτυπίες παραδοσιακών χρονικών κεκτημένων, αποτελούν ταυτόχρονα και αμυντικές διαδικασίες απέναντι στις βιούμενες χρονικές επιθέσεις αδόκιμων επιβαλλόμενων νεωτερισμών, αλλά και εκδηλώσεις γόνιμης αφομοίωσης επιθυμιών εισδοχής νέων κοινωνικών δεδομένων και φιλοσοφικών επιρροών.

Σκέπτομαι χωρίς δογματισμούς και με άξονα την αριστοτελική λογική και τον ορθό λόγο. Είμαι κοινωνικός γιατί θέλω τα οφέλη από τον αγώνα μου να τα απολαύσει όλη η ανθρώπινη κοινωνία χωρίς διαχωρισμούς και πολιτικές ή θρησκευτικές διακρίσεις. Εντάσσομαι στην πρώτη γραμμή του αγώνα για ένα κοινό καλύτερο αύριο, χωρίς αφεντικά και δούλους, χωρίς προύχοντες και ραγιάδες, χωρίς προκαταλήψεις και υστεροβουλίες, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Γίνομαι ο δράστης σε κάθε κίνηση αναίρεσης της δουλείας και αντιστέκομαι με όλες μου τις δυνάμεις απέναντι σε κάθε άνθρωπο ή σε κάθε θεσμό που επιδιώκει την ψυχική μου εξόντωση, την πνευματική μου συντριβή ή τον σωματικό μου θάνατο. Προχωράω σε αρμονική συμπαράταξη με τους αδελφούς μου στον πόλεμο της ιστορίας όπου η σκλαβιά θα καταλυθεί και η ελευθερία θα φωτίζεται από τα κοσμικά άναρχα νάματα της αδελφότητας του φωτός.
υποσκάπτω τα θεμέλια της κοινωνίας του τίποτε που θέλει δουλικά δίποδα για παραγωγή χρήματος (σκέτης ύλης), με στόχο να αυξήσει την αλαζονεία μιας κάστας εξουσιαστών, διεφθαρμένων μισάνθρωπων.
Οργανώνω την επιχείρηση καθαρμού της κοινωνίας και αγωνίζομαι για να λάμψει το φως παντού σε όλη την δημιουργία, τόσο στην υλική κτίση όσο και στον ουράνιο ορίζοντα του άναρχου Ενός και Παντός Όντος.

Άρα είμαι Ιλλουμινάτος!!!!


Ο Μεγ. Δίδ.